απολυμαντικός

απολυμαντικός
-ή, -ό
1. σχετικός με την απολύμανση
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα απολυμαντικά
χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται για απολύμανση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απολυμαντικός — ή, ό αυτός που χρησιμεύει για απολύμανση: Φρόντισε και προμηθεύτηκε μερικές απολυμαντικές ουσίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απολυμαντήριος — ια, ιο 1. απολυμαντικός 2. το ουδ. ως ουσ. το απολυμαντήριο ο θάλαμος απολύμανσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < απολύμανση. Η λ. μαρτυρείται ως ουσιαστικό από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”